- φωνασθενία
- και φωνασθένεια, η, Νιατρ. λειτουργική διαταραχή τής φωνής, που εκδηλώνεται με την εξασθένησή της, οφείλεται σε υπερκόπωση τών φωνητικών οργάνων και παρατηρείται κυρίως σε άτομα με επαγγελματική καταπόνηση τής φωνής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonasthenia < φωνή + ασθένεια].
Dictionary of Greek. 2013.